σκιάζομαι

σκιάζομαι
σκιάζομαι
1
σκιάστηκα, σκιασμένος βλ. πίν. 36 (προφ. σκιάζομαι)
2
σκιάχτηκα, σκιαγμένος βλ. πίν. 24 (προφ. σκιάζομαι)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκιάζομαι — σκιάζω overshadow pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιάζω — (I) ΝΑ [σκιά] 1. καλύπτω με σκιά («Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός», Σοφ.) 2. (σχετικά με ζωγραφική) σχηματίζω σκιά με βαθείς χρωματισμούς νεοελλ. εμποδίζω με το σώμα μου τη δίοδο τών φωτεινών ακτίνων, δημιουργώ σκιά αρχ. 1. καλύπτω, κρύβω («τὸ… …   Dictionary of Greek

  • αγγελοσκιάζω — 1. τρομάζω κάποιον 2. αγγελοκρούομαι, τρομάζω βλέποντας τον άγγελο τού θανάτου, πνέω τα λοίσθια 3. ταράζομαι, τρομάζω 4. σεληνιάζομαι 5. αγγελοκόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το παθ., που παράγεται από το άγγελος + σκιάζομαι, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • αποσκοτούμαι — ἀποσκοτοῡμαι ( όομαι) (AM) 1. γίνομαι σκοτεινός 2. χάνω το φως μου, τυφλώνομαι αρχ. (ζωγρ.) γίνομαι σκιερός, σκιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • μορμολύττομαι — (ΑΜ) 1. τρομάζω κάποιον, εκφοβίζω, φοβίζω («πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταὐτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῑς;», Αριστοφ.) 2. φοβάμαι, σκιάζομαι, τρέμω («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφώ με εκφραστική παρέκταση λυττ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ξαφνιάζω — και ξαφνίζω 1. προκαλώ έκπληξη ή φόβο σε κάποιον, τρομάζω, σκιάζω 2. παθαίνω μικρό διάστρεμμα, στραμπούλισμα («με τη γυμναστική ξάφνιασα τη μέση μου») 3. μεσ. ξαφνιάζομαι και ξαφνίζομαι εκπλήσσομαι, σκιάζομαι, τρομάζω («ξαφνίζεται στον ύπνο μου» …   Dictionary of Greek

  • ξυπάζω — και ξυπώ 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον, κάνω κάποιον να τρομάξει 2. (ενεργ και μέσ.) φοβίζομαι, τρομάζω, σκιάζομαι 3. μτφ. ξαφνιάζω, εκπλήσσω 4. μέσ. ξυπάζομαι υπερηφανεύομαι, επαίρομαι, κομπάζω («πώς συνεννοείσαι με αυτόν τον ξυπασμένο;»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • περισκιάζομαι — Α 1. σκιάζομαι από παντού, καλύπτομαι με σκιά ολόγυρα 2. (για τη Σελήνη) επισκιάζομαι, σκοτεινιάζω («σελήνης περισκιαζομένης», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • τρομάζω — ΝΜΑ, και τρομάσσω ΝΜ [τρόμος] 1. προκαλώ σε κάποιον αιφνίδιο και ζωηρό φόβο (α. «τήν τρομάζουν οι θόρυβοι τής νύχτας» β. «δεν μάς τρομάζουν οι απειλές» γ. «αὐτοὶ οἱ λίθοι αὐτὸν ἐτρόμαξαν», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. 1. (αμτβ.) (με το να) προσπαθώ πολύ …   Dictionary of Greek

  • υποσκιάζω — ὑποσκιάζω ΝΑ 1. καθιστώ κάτι κάπως σκιερό 2. (αμτβ.) αρχίζω να γίνομαι σκιερός, να σκοτεινιάζω αρχ. μέσ. ὑποσκιάζομαι σκιάζομαι από κάτω («τῇ συκῇ τοῡ πικροῡ βίου ὑποσκιάζεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκιάζω «καλύπτω, σκοτεινιάζω» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”